γήρανσις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
εως, ἡ, a growing old, Arist.Metaph.1065b20, Ph.201a19.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Altern, Arist. Metaph. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
γήρανσις: ἡ, τὸ γηράσκειν, Ἀριστ. Μεταφ. 10. 9, 3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
envejecimiento, ancianidad, βάδισις, ἅλσις, γ., ἅδρυνσις Arist.Metaph.1065b20, cf. Ph.201a19.
Russian (Dvoretsky)
γήρανσις: εως ἡ старение Arst.