γιγγράϊνος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ον, like the γίγγρας, αὐλοί Ath.4.174f.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγράϊνος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὸν γίγγραν· αὐλοὶ Ἀθήν. 174F.
Spanish (DGE)
-ον
mús. propio de flauta fenicia αὐλοί Ath.174f, cf. γίγγρας.
Greek Monolingual
γιγγράϊνος, -ον (Α) γίγγρος
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στον γίγγρα.