δίχαλος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
Dor. for δίχηλος (q.v.). II δίχαλον ζυγόν· τὸν ἑκατέρωθεν κεκοιλασμένον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 646] dor. = δίχηλος, später die gewöhnliche Form, s. Lob. zu Phryn. 639.
Greek (Liddell-Scott)
δίχᾱλος: Δωρ. ἀντὶ δίχηλος, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. δίχηλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίχαλος, -ον)
βλ. δίχηλος.
Greek Monotonic
δίχᾱλος: Δωρ. αντί δίχηλος.