δειπνοσοφιστής
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one learned in the mysteries of the kitchen: in plural, title of work by Athenaeus.
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der beim Essen gelehrte Gespräche führt; -σταί, der Titel des Werkes des Athenäus.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοσοφιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ δείπνῳ περὶ παντοίων ζητημάτων λόγον ποιούμενος· Δειπνοσοφισταί, Ἐπιγρ. τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀθηναίου.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
sabio de banquetes, sabio convival e.e., que expone durante un banquete sus conocimientos sobre éste y otros temas οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ... ἐπιδημήσαντες δειπνοσοφισταί Ath.1c, cf. 2a
•tít. de la obra de Ateneo, Ath.1a, cf. St.Byz.s.uu. Ἀκόναι, Γάγγρα, Sud.s.u. Ἀθήναιος.
Greek Monolingual
δειπνοσοφιστής, ο (Α)
1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής
2. Δειπνοσοφισταί, οι
τίτλος έργου του Αθηναίου.