Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έχθος

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῑνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].