διαγραμμίζω
From LSJ
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
English (LSJ)
divide by lines: hence, play at chequers, Philem. 209.
Greek (Liddell-Scott)
διαγραμμίζω: διαιρῶ διὰ γραμμῶν· ἐντεῦθεν, παίζω τοὺς πεσοὺς (τὴν «δάμα»), Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 115· καὶ διαγραμμισμός, ὁ, παιγνίδιον ὁμοιάζον πρὸς τὸ τῶν πεσσῶν, Πολυδ. Θ΄, 99, ἴδε Ernest. Clav. Ciceron ἐν λ. scriptorum duodecim. ludus.
Spanish (DGE)
dividir mediante líneas, de aquí jugar a las damas o un juego semejante μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύει Philem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.
Greek Monolingual
(AM διαγραμμίζω)
διαιρώ με γραμμές, χαρακώνω
αρχ.
παίζω πεσσούς, ντάμα.