διαψηλαφάω
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
handle a thing, Herod. Med. ap. Orib.6.20.10, Sor. 1.100, Aq.Ge.31.34, Sm.Is.59.10.
German (Pape)
[Seite 614] durchtasten, durchversuchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τι ἐντελῶς, ἐξετάζω καλῶς, Λατ. pertrectare, Ἑβδ. Ὀρειβάσ. σ. 103 Matth. -Ρηματ. ἐπίθ. -φητέον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 47. 27.
Spanish (DGE)
1 explorar con las manos, tentar σύμπασαν τὴν σκέπην Aq.Ge.31.34, cf. Sm.Is.59.10, οἱονεὶ διαψηλαφᾷ καὶ ζητεῖ πάντα τὸν σύνεγγυς τόπον Porph.in Harm.83.30
•medic. palpar τὰ ἄκρα Paul.Aeg.2.47, τὸν ὄσχεον Paul.Aeg.6.64.2, τὴν ὀσφύν Hippiatr.30.22, en v. pas. διαψηλαφάσθω δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν κεφαλήν Herod.Med. en Orib.6.20.10
•frotar γλῶττάν τε καὶ οὖλα καὶ χαλινά Sor.76.30.
2 fig. traer entre manos, ocuparse de τὰς χρηματικὰς ὑποθέσεις Lyd.Mag.3.20, ἄλλα πράγματα Sch.Pi.P.2.155c.