εἰσκρούω
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
knock in, πύνδακα Pherecr.105, Thphr.Char.30.11 (cj.).
German (Pape)
[Seite 744] τὸν πύνδακ' εἰσέκρουσε, hineinstoßen, Phereer. bei Poll. 10, 79.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκρούω: κρούω ἐντός, κτυπῶ μέσα, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7 (Πολυδ. Ι΄, 79).
Spanish (DGE)
hundir hacia dentro de un golpe, abollar τῆς χοίνικος τὸν πύνδακ' εἰσέκρουσεν Pherecr.110, en v. pas. c. ac. de rel. μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν utilizar una medida de fondo abollado Thphr.Char.30.11.