εἰνοσίγαιος
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
A = ἐννοσίγαιος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίγαιος: ἐννοσίγαιος, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
ἐννοσιγαιος.
Spanish (DGE)
v. Ἐνοσίγαιος.
Greek Monolingual
-ο
βλ. εννοσίγαιος.