εἵνυμι
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
or εἱνύω, v. καταέννυμι. εἴξασι, v. ἔοικα: εἴξασκε, v. εἴκω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἵνυμι: ἢ -ύω, ἴδε καταέννυμι.