εὐαναδιδάκτως
From LSJ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
Adv., gloss on εὐανακλήτως, Suid., Zonar.926.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαναδιδάκτως: Ἐπίρρ., οὕτως ὥστε εὐκόλως να ἀναδιδαχθῇ τις, Σουΐδ. ἐν λέξει εὐανακλήτως, ἀντὶ τοῦ εὐδιαλλάκτως ἐν Μάρκῳ Ἀντ. 1. 7.