εὐκάμπεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, flexibility, of the body, Antyll. ap. Orib.6.35.1.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάμπεια: ἡ εὐκαμψία, Ἀρχαῖοι Ἰατρ. σ. 126 Matthaei.
Full diacritics: εὐκάμπεια | Medium diacritics: εὐκάμπεια | Low diacritics: ευκάμπεια | Capitals: ΕΥΚΑΜΠΕΙΑ |
Transliteration A: eukámpeia | Transliteration B: eukampeia | Transliteration C: efkampeia | Beta Code: eu)ka/mpeia |
ἡ, flexibility, of the body, Antyll. ap. Orib.6.35.1.
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Sp.
εὐκάμπεια: ἡ εὐκαμψία, Ἀρχαῖοι Ἰατρ. σ. 126 Matthaei.
εὐκάμπεια, ἡ (Α) ευκαμπής
ευκαμψία, ευστροφία.