εὐσήμαντος

Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.). II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α-σήμαντος, μονο-σήμαντος].