σημαντός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
σημαντή, σημαντόν, marked, τροχαῖος a trochee consisting of 8 + 4 time-units, Plu.2.1140f, Aristid. Quint.1.16.
Russian (Dvoretsky)
σημαντός: [adj. verb. к σημαίνω отмеченный, обозначенный, подчеркнутый, выделенный (τροχαῖος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σημαντός: -ή, -όν, σεσημειωμένος, δεδηλωμένος, ἐμφαντικός, ἐπὶ χρόνου ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1140F, Ἀριστείδ. Μουσ. 1, σ. 37, πρβλ. Bōckh Metr. Pind. σ. 23.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σημαίνω
φρ. «σημαντὸς τροχαῖος»
(μετρ.) τροχαίος που αποτελείται από οκτάσημη θέση και τετράσημη άρση.