εὐσήμαντος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
εὐσήμαντον,
A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.).
II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. ασήμαντος, μονοσήμαντος].
German (Pape)
leicht zu bezeichnen, zu bemerken, Ptolem.