εὐφάρμακος

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφάρμᾰκος Medium diacritics: εὐφάρμακος Low diacritics: ευφάρμακος Capitals: ΕΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: euphármakos Transliteration B: eupharmakos Transliteration C: effarmakos Beta Code: eu)fa/rmakos

English (LSJ)

ον, abounding in drugs, ὄρος Thphr.HP9.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφάρμᾰκος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «εὔχροος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αφθονία από βότανα χρήσιμα στη φαρμακευτική
2. (κατά τον Ευστ.) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάρμακον.