θαλαμαῖος
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
ον, A shut up, kept at home, γυνή Ph.2.297.
Greek Monolingual
θαλαμαῖος, -αία, -ον (Α)
ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγ-αίος, οδ-αίος).