εὔοικτος
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
ον, compassionate, αὐτοκράτωρ D.C.69.20 (-εικτος Zonar.; fort. εὔθικτος).
Greek Monolingual
εὔοικτος, -ον (Α)
ευσπλαγχνικός («εὔοικτος αὐτοκράτωρ», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκτος].