κάλλιχθυς

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιχθυς Medium diacritics: κάλλιχθυς Low diacritics: κάλλιχθυς Capitals: ΚΑΛΛΙΧΘΥΣ
Transliteration A: kállichthys Transliteration B: kallichthys Transliteration C: kallichthys Beta Code: ka/llixqus

English (LSJ)

υος, ὁ, A beauty-fish, = ἀνθίας, Arist.Fr.316, cf. Hedyl. ap.Ath.8.344f, Numen. ap. eund.7.295b; but distinguished from it by Dorion ib.282e, cf. Opp.H.3.335.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιχθυς: -υος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὅστις ἐκαλεῖτο καὶ ἀνθίας καὶ καλλιώνυμος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα εἶναι τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» αὐτόθι D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ κάλλιχθυς ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.

Greek Monolingual

κάλλιχθυς, -ίχθυος, ὁ (Α)
είδος ωραίου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ἰχθῦς].

Russian (Dvoretsky)

κάλλιχθῠς: ῠος ὁ красивая рыбка, (предполож. ἀνθίςα) Arst.