κακοεργία
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
English (LSJ)
κᾰκο-εργός, = κακουργία, -γος, v. sub vocc.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Ggstz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.
Spanish
Greek Monolingual
κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.
Greek Monotonic
κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοεργία: эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.