καλλίφυλλον
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
τό, A = ἀδίαντον, Hp.Epid.7.59 (καλλῐ-φυτον Gal.19.107).
German (Pape)
[Seite 1311] τό, eine Pflanze, Schönblatt, Frauenhaar, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίφυλλον: τό, εἶδος μικρᾶς πτερίδος, Ἱππ. 1226Ε· τὸ αὐτὸ ὀνομάζεται προσέτι καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον, «καλλίφυλλον (καλλίφυτον, Kühn): ὅπερ καλλίτριχον καὶ ἀδίαντον ὀνομάζεται» Γαλην. τ. 19, σ. 107, 11, ἔκδ. Kühn.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίφυλλον -ου, τό [καλός, φύλλον] venushaar (een soort varen).