καρδοπεῖον
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
τό, A cover of a kneading-trough, Hsch. II = παυσικάπη, muzzle, Ar.Fr.301.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, Deckel des Backtrogs, VLL.; auch = παυσικάπη, Poll. 10, 112.
Greek Monolingual
καρδοπεῖον, τὸ (Α) κάρδοπος
1. το σκέπασμα της σκάφης
2. φίμωτρο.
Russian (Dvoretsky)
καρδοπεῖον: τό Arph. = παυσικάπη.