καλαμοθήκη
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ, reed-case, Gloss.
Greek Monolingual
καλαμοθήκη, ἡ (Α)
η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο.