καλαμοθήκη

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμοθήκη Medium diacritics: καλαμοθήκη Low diacritics: καλαμοθήκη Capitals: ΚΑΛΑΜΟΘΗΚΗ
Transliteration A: kalamothḗkē Transliteration B: kalamothēkē Transliteration C: kalamothiki Beta Code: kalamoqh/kh

English (LSJ)

ἡ, reed-case, Glossaria.

Greek Monolingual

καλαμοθήκη, ἡ (Α)
η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο.