καλαμοθήκη
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἡ, reed-case, Glossaria.
Greek Monolingual
καλαμοθήκη, ἡ (Α)
η θήκη τών καλάμων που χρησιμοποιούνταν για γραφή, καλαμάρι, μελανοδοχείο.