κεραμοποιός

From LSJ
Revision as of 01:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοποιός Medium diacritics: κεραμοποιός Low diacritics: κεραμοποιός Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keramopoiós Transliteration B: keramopoios Transliteration C: keramopoios Beta Code: keramopoio/s

English (LSJ)

ὁ, potter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1420] der Töpfer, der irdene Gefäße macht.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].