καχρυδιάζομαι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
sprout in winter, ὁ σπόρος -άσεται Cat.Cod.Astr. 8(4).251.
Greek Monolingual
καχρυδιάζομαι (Α)
φυτρώνω τον χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, -υδος + κατάλ. -ιάζομαι].