κοκκόδαφνον
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
τό, A laurel berry, Paul.Aeg.3.28.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκόδαφνον: τό, ὁ κόκκος τῆς δάφνης, ὁ καρπὸς αὐτῆς, Ὀρνεοσόφ. σ. 192.
Greek Monolingual
κοκκόδαφνον, τὸ (AM)
το κουκούτσι της δάφνης, δαφνοκούκουτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνό-κοκκον (< δάφνη + κόκκος), με αντιστροφή της σειράς τών συνθετικών (πρβλ. κεφαλόπονος: πονοκέφαλος)].