κουρεακός

From LSJ
Revision as of 13:01, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεακός Medium diacritics: κουρεακός Low diacritics: κουρεακός Capitals: ΚΟΥΡΕΑΚΟΣ
Transliteration A: koureakós Transliteration B: koureakos Transliteration C: koureakos Beta Code: koureako/s

English (LSJ)

ή, όν, A gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.

Greek Monolingual

κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κουρεᾰκός: свойственный цирюльникам (λαλιά Polyb.).