κοινόδικος

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόδῐκος Medium diacritics: κοινόδικος Low diacritics: κοινόδικος Capitals: ΚΟΙΝΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: koinódikos Transliteration B: koinodikos Transliteration C: koinodikos Beta Code: koino/dikos

English (LSJ)

ον, A enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.

German (Pape)

[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.

Greek Monolingual

κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. έν-δικος, εξώ-δικος].