κόμβωμα
From LSJ
Full diacritics: κόμβωμα | Medium diacritics: κόμβωμα | Low diacritics: κόμβωμα | Capitals: ΚΟΜΒΩΜΑ |
Transliteration A: kómbōma | Transliteration B: kombōma | Transliteration C: komvoma | Beta Code: ko/mbwma |
ατος, τό, A robe, Id.: in plural, ornamental bands, Suid.
κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».