λεοντόκρανον
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
τό, A = Ἀμαζονικὸν ὅπλον, Com.Adesp.1365.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόκρανον: «Ἀμαζονικὸν (ἀλ-) ὅπλον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λεοντόκρανον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον, κιονό-κρανον].