λεοντόκρανον
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
τό, = Ἀμαζονικὸν ὅπλον, Com.Adesp.1365.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόκρανον: «Ἀμαζονικὸν (ἀλ-) ὅπλον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λεοντόκρανον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βούκρανον, κιονόκρανον].