λοιμότης
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
ητος, ἡ, pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).
Greek Monolingual
λοιμότης, -ητος, ἡ (Α) λοιμός
φθοροποιός κατάσταση.