μακρυσμός

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρυσμός Medium diacritics: μακρυσμός Low diacritics: μακρυσμός Capitals: ΜΑΚΡΥΣΜΟΣ
Transliteration A: makrysmós Transliteration B: makrysmos Transliteration C: makrysmos Beta Code: makrusmo/s

English (LSJ)

ὁ, A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.

Greek (Liddell-Scott)

μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.

Greek Monolingual

μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.

Russian (Dvoretsky)

μακρυσμός:удаленность, отдаленность (ἀπό τινος Arst.).