μαριλοκαύτης

From LSJ
Revision as of 03:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῑλοκαύτης Medium diacritics: μαριλοκαύτης Low diacritics: μαριλοκαύτης Capitals: ΜΑΡΙΛΟΚΑΥΤΗΣ
Transliteration A: marilokaútēs Transliteration B: marilokautēs Transliteration C: marilokaytis Beta Code: marilokau/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.