μακρόλοβος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, A with long pods, Thphr. HP8.5.2.
Greek Monolingual
μακρόλοβος, -ον (Α)
(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λοβός (πρβλ. στρογγυλό-λοβος)].