μακρόλοβος
From LSJ
English (LSJ)
μακρόλοβον, with long pods, Thphr. HP8.5.2.
Greek Monolingual
μακρόλοβος, -ον (Α)
(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λοβός (πρβλ. στρογγυλόλοβος)].
Full diacritics: μακρόλοβος | Medium diacritics: μακρόλοβος | Low diacritics: μακρόλοβος | Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΒΟΣ |
Transliteration A: makrólobos | Transliteration B: makrolobos | Transliteration C: makrolovos | Beta Code: makro/lobos |
μακρόλοβον, with long pods, Thphr. HP8.5.2.
μακρόλοβος, -ον (Α)
(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λοβός (πρβλ. στρογγυλόλοβος)].