μακρόλοβος

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόλοβος Medium diacritics: μακρόλοβος Low diacritics: μακρόλοβος Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΒΟΣ
Transliteration A: makrólobos Transliteration B: makrolobos Transliteration C: makrolovos Beta Code: makro/lobos

English (LSJ)

μακρόλοβον, with long pods, Thphr. HP8.5.2.

Greek Monolingual

μακρόλοβος, -ον (Α)
(για όσπρια) αυτός που έχει μακρύ λοβό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + λοβός (πρβλ. στρογγυλόλοβος)].

German (Pape)

langhülsig.