μαυλιστήριον

Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

τό, A bawd's hire, Hippon.126; but also, brothel, PLond.5.1877.7 (vi A.D.).

Greek Monolingual

μαυλιστήριον, τὸ (Α)
1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριο)].