μαυλιστήριον

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλιστήριον Medium diacritics: μαυλιστήριον Low diacritics: μαυλιστήριον Capitals: ΜΑΥΛΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: maulistḗrion Transliteration B: maulistērion Transliteration C: mavlistirion Beta Code: maulisth/pion

English (LSJ)

τό, bawd's hire, Hippon.126; but also, brothel, PLond.5.1877.7 (vi A.D.).

Greek Monolingual

μαυλιστήριον, τὸ (Α)
1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμναστήριο)].

German (Pape)

τό, = ματρυλλεῖον, Hesych.