μητρογαμία
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἡ, A incest with one's mother, Sch.Ptol.Tetr.166.
German (Pape)
[Seite 179] ἡ, Ehe mit der Mutter, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
μητρογᾰμία: ἡ, ὁ μετὰ τῆς μητρὸς γάμος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.
Greek Monolingual
μητρογαμία, ἡ (Α) μητρογάμος
ο γάμος κάποιου με τη μητέρα του.