Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Full diacritics: μοριφόν | Medium diacritics: μοριφόν | Low diacritics: μοριφόν | Capitals: ΜΟΡΙΦΟΝ |
Transliteration A: moriphón | Transliteration B: moriphon | Transliteration C: morifon | Beta Code: morifo/n |
σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, A v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.
μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».