μοῦστος

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοῦστος Medium diacritics: μοῦστος Low diacritics: μούστος Capitals: ΜΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: moûstos Transliteration B: moustos Transliteration C: moystos Beta Code: mou=stos

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.

Greek Monolingual

ο (Μ μοῦστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].