μυριοπληθής

Revision as of 11:28, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ές, A infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.

Greek Monolingual

μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].

Greek Monotonic

μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοπληθής: бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный (κόσμος Eur.).

Middle Liddell

μῡριο-πληθής, ές πλῆθος
infinite in number, Eur.