νηριτοτρόφος

From LSJ
Revision as of 18:22, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρῑτοτρόφος Medium diacritics: νηριτοτρόφος Low diacritics: νηριτοτρόφος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: nēritotróphos Transliteration B: nēritotrophos Transliteration C: niritotrofos Beta Code: nhritotro/fos

English (LSJ)

ον, (νηρίτης) A breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.

Greek (Liddell-Scott)

νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.

Greek Monolingual

νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο-τρόφος].

Russian (Dvoretsky)

νηρῑτοτρόφος: вскармливающий ракушки, т. е. богатый раковинами (νῆσοι Aesch.).