νιτρέλαιον
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
τό, emulsion of soda and oil, Zos.Alch.p.147B., Olymp.Alch.p.91 B.
Greek Monolingual
νιτρέλαιον, τὸ (Α)
γαλάκτωμα νίτρου και ελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + ἔλαιον.