νυμφώδης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ες, of marriageable age, Sammelb.6178.4(dub.).
Greek Monolingual
νυμφώδης, -ῶδες (Α) νύμφη
αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.