πάμμορφος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ον, assuming all forms, of Proteus, Theol.Ar.7; ἰδέαι Dam.Pr.311.
German (Pape)
[Seite 454] allgestaltig, von allen Gestalten, Theol. arithm. 7.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμορφος: -ον, ὁ πᾶσαν λαμβάνων μορφήν, πολύμορφος, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Θεολογ. Ἀριθμ. 7.
Spanish
Greek Monolingual
πάμμορφος, -ον (Α)
(για τον Πρωτέα) αυτός που λαμβάνει κάθε μορφή, πολύμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μορφος (< μορφή)].