οὐρανοφοίτης

Revision as of 17:40, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ου, ὁ, A walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.

Spanish

que pasea por el cielo

Greek Monolingual

οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει-φοίτης.