οὐρανοβάμων

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοβάμων Medium diacritics: οὐρανοβάμων Low diacritics: ουρανοβάμων Capitals: ΟΥΡΑΝΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: ouranobámōn Transliteration B: ouranobamōn Transliteration C: ouranovamon Beta Code: ou)ranoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, traversing heaven, Suid.

German (Pape)

[Seite 417] ον, den Himmel beschreitend, den Himmel durchwandelnd, Suid., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοβάμων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ἡ, «οὐρανοβάμονος, οὐρανοφοίτου» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, τῆς οὐρανοβάμονος κλίμακος Εὐστ. Πονημάτ. 6. 90.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, -ονος)
αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος»)
νεοελλ.
μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων].