φοιτώ

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

φοιτῶ, -άω και ιων. τ. -έω, ΝΜΑ
1. συχνάζω
2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
(ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα («φοιτά στη φιλοσοφική»)
μσν.-αρχ.
(για λόγο, φήμη, δόξα ή για θεολογικό δόγμα) διαδίδομαι πολύ ή διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαι
αρχ.
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί («φοίτων ἔνθα καὶ ἔνθα κατὰ στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. κινούμαι, γυρίζω σαν τρελός («φοιτῶντ' ἄνδρα μανιάσιν νόσοις», Σοφ.)
3. (ιδίως για τις Βάκχες και για τους ιερείς της Κυβέλης) περιφέρομαι εδώ κι εκεί υπό την επήρεια έκστασης ή μανίας
4. πλησιάζω άνδρα ή γυναίκα με σκοπό τη σαρκική επαφή
5. (για όνειρο) εμφανίζομαι συχνά σε κάποιον, τον καταδιώκωπολλάκις μοι φοιτῶν τὸ αὐτὸ ἐνύπνιον», Πλάτ.)
6. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος, με φιλική διάθεση
7. (για γιατρό) ασκώ το επάγγελμά μου πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη
8. (για πράγμ. και, κυρίως, για εμπόρευμα) εισάγομαι κάπου
9. (για τέλος, για φόρο) εισπράττομαι καθημερινά ή σε τακτά χρονικά διαστήματα
10. (για χρονική στιγμή) επανέρχομαι περιοδικώς
11. ιατρ. (για εμμηνορρυσία και για κένωση εντέρων) συντελούμαι σε ορισμένα χρονικά διαστήματα
12. (για νόσο) προσβάλλω κάποιον συχνά
13. (για φυσικό φαινόμενο) επέρχομαι συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ρ., το οποίο εμφανίζει κατάλ. -τάω / -τῶ (πρβλ. ἀρτῶ, ὀπτῶ, σκιρτῶ) που απαντά συνήθως σε ρ. παράγωγα ονομάτων σε -το- / -τη- (πρβλ. ὀπτῶ πιθ. < ὀπτός). Κατά μία άποψη, το ρ. φοιτῶ είναι σύνθ. από ένα δυσερμήνευτο προθεματικό φοι και έναν αμάρτυρο τ. επαναληπτικού ρ. ἰτάω (< ρ. εἶμι «πηγαίνω, έρχομαι», πρβλ. ρηματ. επίθ. ἰτητέον, ἰτός, λατ. ito «πηγαίνω, συχνάζω»). Το ρ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως β' συνθετικό στο ανθρωπωνύμιο apiqoita, τ. ο οποίος θα οδηγούσε στην υπόθεση ενός αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gwh- για το ρ. φοιτῶ. Η άποψη, τέλος, ότι το ρ. συνδέεται με το λετ(ον)ικό gaita «πορεία» δεν θεωρείται πιθανή, λόγω του ότι ο τ. αυτός πρέπει να ενταχθεί μάλλον στην οικογένεια του ρ. βαίνω. Το ρ. φοιτῶ απαντά ως β' συνθετικό ονομάτων με τις μορφές -φοίτης (πρβλ. οὐρανοφοίτης) και -φοιτος (πρβλ. νυκτίφοιτος), τα οποία έχουν σχηματιστεί είτε απευθείας από το ρ. φοιτώ είτε μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. φοι-τᾶ (πρβλ. τα σύνθ. σε -κοιτης / -κοιτος < κοίτη). Τέλος, εκτός από τον ενεστ. φοιτῶ, -άω, απαντά στην Ιωνική και τ. φοιτῶ, -έω, ενώ ο τ. δυϊκού φοιτήτην έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο τ. αθέματου ενεστ. φοιτᾱμι].